μαλάκωσε

μαλάκωσε
погода стала мягче;
μαλάκωσε λίγο το κρύο мороз немного спал; μαλάκωσε ο πόνος боль утихла; 3) перен. смягчаться (о ком-л.); μαλάκωσε ο πατέρας отец смягчился

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μαλάκωσε" в других словарях:

  • μαλακώνω — (Α μαλακῶ, όω, Μ μαλακώνω) [μαλακός] μαλάζω, κάνω κάτι ευμάλακτο νεοελλ. 1. ανακουφίζω, καταπραΰνω («το φάρμακο αυτό μού μαλάκωσε τον πόνο») 2. (για πρόσ.) κατευνάζω, ηρεμώ («μόλις έβαλα τα κλάματα τόν μαλάκωσα και άρχισε τη συζήτηση») 3. γίνομαι …   Dictionary of Greek

  • μαλακώνω — μαλάκωσα, μαλακωμένος 1. κάνω κάτι μαλακό, απαλό: Το κρέας μαλάκωσε με το βράσιμο. 2. μτφ., καταπραΰνω, καλμάρω, κατευνάζω: Ο θυμός του μαλάκωσε όταν έμαθε την αλήθεια. 3. αμτβ., γίνομαι μαλακός, καταπραΰνομαι, καλμάρω: Ο καιρός μαλάκωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

  • αμαλάκωτος — η, ο [μαλακώνω] 1. αυτός που δεν μαλάκωσε μετά από επεξεργασία ή αυτός που δεν είναι δυνατό να μαλακώσει, σκληρός, αδρός 2. αυτός που δεν καταπραΰνθηκε, ακαθησύχαστος, ακαλμάριστος 3. σκληρός, άτεγκτος …   Dictionary of Greek

  • Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»